- μνήματι
- μνή̱ματι , μνῆμαmemorialneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαξευτός — ή, ό (AM λαξευτός, ή, όν) [λαξεύω] αυτός που έχει λαξευθεί, γλυπτός, σκαλιστός («καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ», ΚΔ) νεοελλ. 1. επιμελημένος, καλοφτειαγμένος 2. (για λόγο) γλαφυρός … Dictionary of Greek
ουδέ πω — οὐδέ πω και οὐδέπω (Α) (επίρρ. και σύνδ.) 1. και ούτε ακόμη («οὐ γάρ πω σχεδὸν ἦλθον Ἀχαιίδος οὐδέ πω ἁμῆς γῆς ἀπέβην», Ομ. Οδ.) 2. όχι ακόμη, μέχρι τώρα όχι («ἐν μνήματι..., οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὐδέπω κείμενος», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + μόριο πω… … Dictionary of Greek
προσσφάζω — και προσσφάττω Α σφάζω κάποιον ή κάτι πάνω σε κάτι ή μπροστά στα μάτια κάποιου («Ὀρτήσιον λαβὼν τῷ μνήματι τοῡ ἀδελφοῡ προσέσφαξε», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ВЕЛИКАЯ СУББОТА — [Церковнослав. ; греч. Τὸ ̀λδβλθυοτεΑγιον καὶ Μέγα Σάββατον; лат. Sabbatum Sanctum], суббота накануне Пасхи, когда Церковь вспоминает телесное погребение и сошествие Христа во ад, начиная праздновать Его тридневное Воскресение. События В. с. Вера … Православная энциклопедия